υαλοποίηση

υαλοποίηση
η, Ν
η μετατροπή μιας ύλης σε γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υαλοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑαλοποίησις, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υαλοποίηση — η η μετατροπή ύλης σε γυαλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλοποιήσιμος — η, ο, Ν [υαλοποίηση] αυτός που επιδέχεται υαλοποίηση …   Dictionary of Greek

  • σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… …   Dictionary of Greek

  • υαλοποιήσιμος — η, ο που μπορεί να υαλοποιηθεί, που επιδέχεται υαλοποίηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”